Οι εξομολογήσεις διατηρούν εδώ την ένταση της κρίσιμης εκείνης στιγμής, η οποία τις έφερε στο φως του δόκιμου λόγου. O θόρυβος της πραγματικότητας, συνεχής και ακμαίος, δεν εμποδίζει, παρά τις ενδείξεις περί του αντιθέτου, την εμπέδωση μιας ιαματικής πρόσληψης του κοσμικού δεδομένου. Ό,τι δηλαδή οι πολλοί συγχέουν με τον τυπικό ορισμό της ψευδαίσθησης. Αναφέρω ενδεικτικά τις εξής ομολογίες πίστης στο ελιξίριο της διαφοράς για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής:
1) «Ο καλύτερος μου φίλος είναι το μυστήριο: με βοηθά να επεξεργάζομαι την απάνθρωπη φύση της ζωής» και όπως διαβάζουμε στην ποιητική ταυτότητα «Alda Merini».
2): «Αγαπούσα τρυφερά τους πιο γλυκούς εραστές / χωρίς αυτοί να γνωρίζουν τίποτα. / Και πάνω στον δολερό ιστό της αράχνης / έγινα λεία του ίδιου μου του υλικού. / Η ψυχή μου μέσα μου / ήταν μια παλιοβρόμα, μια του δρόμου / μια αγία, μια αιμοβόρα και μια υποκρίτρια. / Πολλοί έδιναν στον τρόπο της ζωής μου ένα όνομα / μα εγώ υπήρξα μονάχα μια υστερική».
Η γραφή επιβάλλει προοδευτικά τη δημιουργική ρήξη, την απροσδόκητη αποδόμηση της σοβαροφάνειας, την ακύρωση της ποιητικίζουσας υπεκφυγής, την ανενδοίαστη πρόκληση, τη συναίρεση εν τέλει των αντιθετικών όρων. Από την ίδια οπτική γωνία παρατηρούμε τα τοπία της ύπαρξης, όπως τα συγκεντρώνει η συνοπτική έκθεση των βασανιστικών πεπραγμένων, η οποία φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η ποίησή μου είναι τόσο γρήγορη όσο η φωτιά». Αντιγράφω κατά λέξη:
«Η ποίησή μου είναι τόσο γρήγορη όσο η φωτιά, / τρέχει ανάμεσα στα δάκτυλά μου όπως ένα ροζάριο. / Δεν προσεύχομαι επειδή είμαι ποιητής της δυστυχίας / που αποσιωπά, κάποιες φορές, / τις μακρόσυρτες ωδίνες ενός τοκετού· / είμαι ο ποιητής που φωνάζει και που παίζει με τις κραυγές του, / είμαι ο ποιητής που τραγουδά και δεν βρίσκει λόγια, / είμαι το ξερό άχυρο που πάνω του χτυπάει ο ήχος, / είμαι το νανούρισμα που κάνει τα παιδιά να κλαίνε, / είμαι η ματαιοδοξία που συντρίβεται, / ο μεταλλικός μανδύας μιας μακράς προσευχής / πένθους περασμένου που το φως πια δεν βλέπει».
Η αθεράπευτα «τρελή» Άλντα Μερίνι (1931-2009), «η τρελή της διπλανής πόρτας» όπως χαρακτήρισε τον εαυτό της η ίδια, μεγάλωσε σε μια συνηθισμένη οικογένεια του Μιλάνου, διαβάζοντας ποίηση και μελετώντας πιάνο. Τα πρώτα της ποιήματα, μαθαίνουμε στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του βιβλίου, θα τα γράψει στα δεκαπέντε της χρόνια, έναν χρόνο πριν παρουσιάσει τα πρώτα σημάδια ψυχικής αστάθειας και εισαχθεί σε κλινική για έναν μήνα. Όταν βγήκε, ποιήματά της έφτασαν, με τη φροντίδα φίλων, στα χέρια του ποιητή και κριτικού Τζιακίντο Σπανιολέττι που δημοσίευσε στην Ανθολογία σύγχρονης ιταλικής ποίησης (1951) δύο ποιήματά της.
Αν η προσωπικότητα και το έργο της Άλντα Μερίνι πολύ γρήγορα καταξιώθηκαν, η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη. Χτυπημένη από σοβαρή διπολική διαταραχή, με δυσάρεστες όσο και επώδυνες ψυχολογικές επιπτώσεις που την οδηγούσαν σε οριακές καταστάσεις, νοσηλεύθηκε κατ’ επανάληψη σε ψυχιατρικές κλινικές, όπου ζώντας με τον πόνο και την απελπισία έβρισκε καταφύγιο στις λέξεις.
Η πρώτη της συλλογή με τον τίτλο La presenza di Orfeo από τις εκδόσεις Schwarz, επισημαίνεται στην πρώτη κιόλας σελίδα του παρόντος τόμου, γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή από την κριτική. Ακολούθησαν πενήντα βιβλία, με συνεχείς επανεκδόσεις, ποίησης, πρόζας και αφορισμών. Το ποιητικό έργο της τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, ανάμεσα στα οποία το 1993 το σπουδαίο βραβείο Librex-Guggenheim «Eugenio Montale». Αν η προσωπικότητα και το έργο της Άλντα Μερίνι πολύ γρήγορα καταξιώθηκαν, η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη. Χτυπημένη από σοβαρή διπολική διαταραχή, με δυσάρεστες όσο και επώδυνες ψυχολογικές επιπτώσεις που την οδηγούσαν σε οριακές καταστάσεις, νοσηλεύθηκε κατ’ επανάληψη σε ψυχιατρικές κλινικές, όπου ζώντας με τον πόνο και την απελπισία έβρισκε καταφύγιο στις λέξεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Maria Cortiκ, βιογράφος και κριτικός του έργου της, «ήταν αδύνατον να ξεχωρίσεις τη ζωή που έζησε από αυτήν που ονειρεύτηκε».
Η αυθορμησία της αίσθησης του ζωτικού εντέλει υπέρ κατοχυρώνεται ρηματικά. Διαβάζω το ποίημα «Μια αρμονία χτυπά μέσα στις φλέβες μου» ως να ήταν η εισαγωγή της ίασης του ποιητικού υποκειμένου μετά από μια εμπειρία σκοτεινού Βάθους. Από τη μαύρη τρύπα της παράκρουσης φαίνεται η δυνατότητα του αγαθού. Ήτοι:
«Μια αρμονία χτυπά μέσα στις φλέβες μου, / όταν όμοια με τη Δάφνη / μεταμορφώνομαι σε δέντρο ψηλό, / Απόλλωνα, γιατί εσύ δεν με σταματάς. / Μα είμαι μια Δάφνη τυφλωμένη από τον καπνό της τρέλας, / δεν έχω φύλλα ή άνθη· / κι όμως ενώ μετεμψυχώνομαι / το φως από τα βάθη γεννιέται / καθώς μέσα στη δενδρώδη ερημιά / μια θεϊκή Τριάδα πλησιάζω».
Η λυσιτελής λειτουργία της καθαρής δι-αίσθησης υπερτερεί εξ ορισμού: η λεγόμενη κανονικότητα δείχνει εντέλει τις πληγές της, την προϊούσα κεκαλυμμένη φθορά της, το ψεύδος της δήθεν καλοπροαίρετης ορμής της προς ορθότητα. Εξού και το εγκώμιο της Alda Merini στην απόλυτη έννοια της υπέρτατης εκείνης αρχής. Δηλαδή στην ευαισθησία του ποιητικού οράν. Απομονώνω τα εξής ενδεικτικά: «La sensibilitá non è donna / La sensibilitá non è umana / Quando la trovi in un uomo / diventa poesia»: ήτοι στη γλώσσα μας: «Η ευαισθησία δεν είναι γυναίκα / Η ευαισθησία δεν είναι ανθρώπινη / Όταν τη βρίσκεις σ’ έναν άνθρωπο / γίνεται ποίηση». Έτσι, άλλη μια φορά δικαιώνεται στην προκειμένη περίπτωση ο Αντρέ Μπρετόν. Παραθέτω: «Δεν θα ξεμπλέξομε ποτέ με την αίσθηση. Όλα τα ορθολογιστικά συστήματα θα αποδειχθούν μια μέρα ανυποστήρικτα στο μέτρο που προσπαθούν, αν όχι να την περιορίσουν στο έσχατο, τουλάχιστον να μην την αξιολογήσουν στις φαινομενικές της υπερβολές» (βλ. Ο τρελός έρως, εκδ. Ύψιλον/βιβλία).
Εννοείται ότι η προβλεπόμενη λεκτική επεξεργασία δεν εκφυλίζεται σε ένα αναμενόμενο πάρεργο, αλλά αποτελεί σημαντική δράση στο πλαίσιο της αισθητικής ολοκλήρωσης, όταν η ποιήτρια διαμένει για λίγο έστω στον οίκο του Νηφάλιου. Άλλωστε η κειμενική στρατηγική της εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά και το στοιχείο της ρητορικής ευελιξίας. Θυμίζω τις συναφείς επισημάνσεις του Τζορτζ Μπατάιγ: «Η ποίηση δεν δέχεται τα δεδομένα των αισθήσεων στη γυμνή μορφή τους, ούτε όμως αποτελεί πάντα (ή μάλλον, αποτελεί σπάνια) περιφρόνηση του εξωτερικού κόσμου. Αρνείται και καταστρέφει την εγγύτερη πραγματικότητα, γιατί τη θεωρεί σαν την οθόνη που μας αποκρύπτει την πραγματική μορφή του κόσμου».
Πάντως η στροφή προς τον Άλλον διατηρεί, μεταξύ άλλων, την ειλικρίνεια ενός αυθόρμητου διδακτισμού. Κοντολογίς, η ποίηση θέλει να παραμείνει το ανοικτό σχολείο του προσώπου. Η πρόσκληση αφορά και στους μελλοντικούς, στους ενδεχόμενους χρήστες της αισθητικής. Έστω παράδειγμα το εξής:
«Σε όλους τους νέους συνιστώ˙ / ανοίξτε τα βιβλία με ευλάβεια / μην τα βλέπετε επιφανειακά / γιατί εκεί μέσα περικλείεται / το σθένος των προγόνων μας. / Και ξανακλείστε τα με σοβαρότητα / όταν πρέπει να ασχοληθείτε με άλλα πράγματα. / Μα πάνω απ’ όλα αγαπάτε τους ποιητές. / Αυτοί σκάβουν για σας τη γη / χρόνια τώρα, όχι για να κτίσουν μνήματα / και είδωλα, μα βωμούς. / Σκεφτείτε ότι μπορείτε να περπατάτε πάνω μας / σαν να ήμασταν μεγάλα χαλιά / και να πετάτε / πέρα από τη θλιβερή καθημερινότητα» (βλ. το ποίημα «Σε όλους τους νέους συνιστώ»).
Η μετάφραση κρίνεται υποδειγματική από πολλές απόψεις. Κυρίως διότι εγγράφει με πληρότητα κι επάρκεια τη σημαίνουσα αυτή ποιήτρια της Ιταλίας στο ημέτερο λογοτεχνικό μητρώο.
Comments